- ἀμετρήτους
- ἀμέτρητοςmasc acc plἀμέτρητοςmasc/fem acc plἀμετρητοςimmeasurablemasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
безчисльныи — (140) пр. Бесчисленный, неисчислимый: донъдеже си твориши. бещисльна˫а ˫аже пишеши посълани˫а ||=ти не оуспѣють. (αἱ μυριάδες) КЕ XII, 201а б; бещисльныихъ бѣсовъ гл(с)а. ЖФП XII, 38б; и видѣ множьство бещисльныхъ чиновъ. въ бѣлахъ ризахъ. ЖФСт… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
Βιλανόβα, πολιτισμός της- — (Villanova). Το 1853 ανακαλύφθηκε στο χωριό Βιλανόβα, κοντά στην πόλη Μπολόνια της βόρειας Ιταλίας, ένας μικρός τάφος, που με την κατασκευή και τα ιδιόμορφα ευρήματά του χαρακτήρισε μια ολόκληρη πολιτιστική περίοδο της αρχαίας Ετρουρίας. Ο… … Dictionary of Greek
χιλιάδα — η 1. το σύνολο χιλίων μονάδων. 2. ο πληθ. χιλιάδες σημαίνει αμέτρητους, άπειρους: Χιλιάδες ήταν οι εχθροί. 3. παροιμ., «Tα στραβά μου παραθύρια οι χιλιάδες μου τα σιάζουν», η μεγάλη προίκα καλύπτει τα σωματικά ελαττώματα της νύφης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)